λοιδορίας

λοιδορίας
λοιδορίᾱς , λοιδορία
railing
fem acc pl
λοιδορίᾱς , λοιδορία
railing
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυδάγχας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάχας λοιδορίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κυδάζω*] …   Dictionary of Greek

  • λοιδόρημα — λοιδόρημα, τὸ (Α) [λοιδορώ] 1. ύβρη, κακολογία, χλευασμός («τὸ γὰρ σκῶμμα, λοιδόρημά τί ἐστι», Αριστοτ.) 2. το αντικείμενο λοιδορίας («τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῡνται», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • υποκρίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποκρίνω ΜΑ [κρίνω, ομαι] 1. παριστάνω πρόσωπο σε θεατρικό έργο, υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους πολλάκις μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», Δημοσθ.) 2. προσποιούμαι (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει τίποτε» β. «μηδὲ… …   Dictionary of Greek

  • keuǝd-, kū̆ d- —     keuǝd , kū̆ d     English meaning: to cry     Deutsche Übersetzung: ‘schreien; anschreien, schelten, höhnen, spotten”     Material: O.Ind. kutsáyati ‘schmäht, tadelt”, kutsü ‘schmähung, reprimand”, Pers. nikūhīdan “rebuke, vilify, scold”; Gk …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”